- λιγαίνω
- λιγαίνω (Α) [λιγύς]1. φωνάζω με δυνατή και καθαρή φωνή, καλώ μεγαλόφωνως («κήρυκες δ' ἐλίγαινον ἅμ' ἠοῑ φαινομένηφι», Ομ. Ιλ.)2. ψάλλω για να δοξάσω ή να υμνήσω κάποιον3. θέλγω, τέρπω («ὦτα φθεγξαμένη λιγαίνει», Φίλ.)4. (μέσ. και παθ.) λιγαίνομαιγίνομαι καλλίφωνος («βοόωσι λιγαινομένοισι ὁμοῑα», Άρατ.)5. φρ. «λιγαίνω φόρμιγγι» ή «λιγαίνω σύριγγι» — παίζω φόρμιγγα ή σύριγγα.
Dictionary of Greek. 2013.